-
1 πρηνίζω
πρηνίζω, ίσω u. ίξω, att. πρᾱνίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόςωπον ῥίπτω, wie πρανιχϑέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχϑεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).
-
2 πρηνιζω
-
3 πρανίζω
A = καταστρέφω, πόλιν Euph.18, Nonn.D.4.340, al.:—[voice] Pass., capsize,ἅμα νηΐ πρηνιχθείς AP7.532
(Isid.); πρανιχθῆναι· τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν, Phot., cf. Hsch.: [tense] plpf.ἐπρήνικτο Nonn.D.30.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρανίζω
См. также в других словарях:
πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… … Dictionary of Greek